ἀμφίγειος

ἀμφίγειος
ἀμφίγειος, ον,
A with land on both sides,

θάλασσα Phot.

, Suid.S.v. πορθμός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμφίγειος — with land on both sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίγειος — ο (ν) (Μ ἀμφίγειος) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αμφίγεια στενές δίοδοι τής θάλασσας, στενά, κανάλια μσν. λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γειος < γῆ] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”